- σαρκοσίνη
- η, Νχημ. αζωτούχα οργανική ένωση, αμινοξύ που παράγεται κατά την υδρόλυση τής κρεατίνης ή τής καφεΐνης και χρησιμοποιείται για την παρασκευή καλλυντικών και φαρμακευτικών προϊόντων, αλλ. Ν-μεθυλογλυκίνη ή Ν-μεθυλογλυκόκολλα ή μεθυλαμινικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcosine, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από τη λ. σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ine τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.